αναθαυμάζω

αναθαυμάζω
(Α ἀναθαυμάζω)
νεοελλ.
θαυμάζω πολύ, αποθαυμάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + θαυμάζω. Το αρχ. ἀναθαυμάζω είναι επιτ. τού θαυμάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θαυμάζω — και θαμάζω (AM θαυμάζω, Α ιων. τ. θωμάζω) 1. βλέπω κάτι με θαυμασμό, με ευχαρίστηση και έκπληξη (α. «και τους ναούς σου θαύμασα, τών Κελτών ιερά πόλις», Κάλβ β. «τύχη θαυμάσαι μέν ἀξία», Σοφ.) 2. μένω έκθαμβος, μένω κατάπληκτος, εκπλήσσομαι (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”